- ἐψιλωμένως
- ἐψῑλωμένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass., ([etym.] ψιλόω)A in an expressionless tone, ἐκφέρειν, of reciters or rhapsodes, Phld.Rh.1.200 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εψιλωμένως — ἐψιλωμένως (Α) επίρρ. ψιλώς, χωρίς χρώμα, χωρίς ζωηρό τόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εψιλωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ψιλόομαι ούμαι] … Dictionary of Greek